- σφομίλι
- το, Νβλ. σφουμίλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφουμίλι — και σφομίλι, το, Ν μικρός, χάρτινος ή δερμάτινος κύλινδρος, αιχμηρός και στα δύο του άκρα που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική για την εξάπλωση κονιοποιημένων ξηρών χρωμάτων πάνω σε σχέδια ή πίνακα για την πληρέστερη απόδοση τών φωτοσκιάσεων.… … Dictionary of Greek